Εισήγηση του αρχιμ. Βαρνάβα Θεοχάρη στο ΙΣΤ΄ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο στη Λαμία - Σεπτέμβριος 2016

Ἐγκωμιαστικοί λόγοι Ἁγίων -

Ἀπό τό βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου στόν ὁσιακό βίο

Ἀρχιμανδρίτου Βαρνάβα Θεοχάρη

 

Σεβασμιώτατοι,

Ελλογιμώτατοι,

Σεβαστοί Πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί,

 

Nιώθω ἐκ προοιμίου τήν ἀνάγκη νά εὐχαριστήσω τόν Σεβασμιώτατο καί περινούστατο Πρόεδρο τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, Mητροπολίτη Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ  καθώς καί τά Μέλη Αὐτῆς γιά τήν τιμή νά προτείνουν πρός τήν Ἱερά Σύνοδο  τήν ἐλαχιστότητά μου προκειμένου  νά ἀναλάβει τήν εἰσήγηση αὐτή, τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμον καί τήν περί Αὐτόν Ἱερά Σύνοδο γιά τήν ἔγκριση καθώς καί τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Φθιώτιδος κ. Νικόλαο διά τήν ἀβραμιαίαν φιλοξενίαν.

Εἰσήγηση ἐπί τῶν ἐγκωμιαστικῶν λόγων γιά τούς μάρτυρες, τούς ἁγίους καί τούς φωτισμένους ἀσκητές τῆς Ἐκκλησίας μας δέν εἶναι εὔκολη, λόγῳ τῆς εὐρύτητας τοῦ θέματος καί τῆς μακραίωνης ἐξελίξεως τοῦ ἐν λόγῳ φιλολογικοῦ εἴδους. Γι’ αὐτό προτιμήσαμε νά περιορισθοῦμε στούς ἑπτά πρώτους αἰῶνες, περίοδος κατά τήν ὁποία  ἐτέθησαν οἱ βάσεις γιά ὅλες τίς μεταγενέστερες συλλογές ἁγιολογικῶν κειμένων, καθώς, κατά τήν ἐν λόγῳ περίοδο, συνεγράφησαν ἔργα μέ ἀξιόπιστη ἱστορική ἀκρίβεια, ἀφοῦ οἱ συντάκτες αὐτῶν εἴτε γνώριζαν προσωπικά τούς ἁγίους, μάρτυρες καί ὁσίους στούς ὁποίους ἀναφέρονταν οἱ λόγοι τους εἴτε ἄντλησαν πληροφορίες ἀπό τό στενό τους κύκλο. Ἡ ἱστορική ἀξιοπιστία αὐτῶν τῶν κειμένων, καθώς καί τό ἐκκλησιαστικό κῦρος τῶν συγγραφέων τους τά κατέστησαν σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τήν μεταγενέστερη ἁγιολογία. Ἐκ παραλλήλου θά ἀναφερθοῦμε στή σημασία τῶν ἱστορικῶν συγκυριῶν πού ἐπέβαλλαν τήν πρόταξη συγκεκριμένων προτύπων τόσο στό ποίμνιο, ὅσο καί στό περιβάλλον τῶν Ἐθνικῶν, προκειμένου αὐτοί νά μεταστραφοῦν στήν ἀληθή πίστη.

Οἱ Ἐγκωμιαστικοί λόγοι ἀποτελοῦν ἕνα ἰδιαίτερο  φιλολογικό εἶδος τῆς Ρητορικῆς, ἡ ὁποία χωρίζεται σέ δύο περιόδους. Ἡ πρώτη, αὐτή τῆς ἀρχαίας Σοφιστικῆς[1], καθιερώθηκε ἀπό τούς σοφιστές, κυρίως τόν Γοργία (ἱδρυτή τῆς Ἐπιδεικτικῆς) καί τόν Πρωταγόρα (πατέρα τῆς Ἐρειστικῆς), στούς ὁποίους ὁ Πλάτων ἄσκησε ἔντονη κριτική γιά τή διαβρωτική τους δράση σέ δύο διαλόγους του (Πρωταγόρας, Σοφιστής), ὅπου πραγματεύεται τό περί ρητορικῆς ζήτημα. Ὁ Πλάτων δέν διστάζει νά τή διακρίνει στή «σοφιστική ρητορική», ἡ ὁποία στηρίζεται στή ψευδαίσθηση, καί στή «φιλοσοφική ρητορική», ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ ἀληθής[2]. Ὁ Ἀριστοτέλης ἀφιέρωσε δύο ἔργα του (Ποιητική, Ρητορική) ἐπί τοῦ ζητήματος, θεωρώντας πάντως τήν Ρητορική ὡς ἀνεξάρτητη ἐπιστήμη ἀπό τήν Φιλοσοφία[3]. Ἡ β΄ περίοδος τῆς Ρητορικῆς, πού ὀνομάζεται δεύτερη Σοφιστική, ἐγκαινιάσθηκε μέ τόν ἀττικό ρήτορα Αἰσχύνη περί τό 330 π. Χ. καί συνεχίσθηκε μέχρι τόν 5ο μ. Χ. αἰῶνα. Ὅπως παρατηρεῖ λίαν εὐστόχως ὁ Παν. Χρήστου, μέ τήν ἐπικράτηση τῆς αὐτοκρατορικῆς ἀπολυταρχίας καί τή δεσποτεία τοῦ Διοκλητιανοῦ καί τῶν διαδόχων του,  ἡ δημόσια ρητορεία δέν μποροῦσε πλέον ὡς προϊόν τοῦ ἐλευθέρου λόγου παρά νά παρακμάσει[4]. Τό μόνο εἶδος πού συνέχισε νά ἀνθεῖ ἦταν οἱ πανηγυρικοί λόγοι[5], καθιερωθέν ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας καί διακρινόμενο σχηματικά σέ τρεῖς ὑποκατηγορίες: α) στούς ἀναφερόμενους σέ ζῶντες λόγους (ἐγκώμιον),  β) σέ τεθνεῶτες (ἐπικήδειοι ἤ ἐπιτάφιοι λόγοι) καί γ) πρός τούς Θεούς (ὕμνοι)[6]. Στή δεύτερη κατηγορία ἀνήκουν οἱ ἐγκωμιαστικοί λόγοι τῶν χριστιανῶν συγγραφέων καί Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι, ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἀναγνώρισης τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπίσημης θρησκείας τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, θά ἀναπτύξουν τό ἐν λόγῳ εἶδος ὡς μέσο προβολῆς τοῦ ἐν Χριστῷ ἐνάρετου βίου.

Δύο εἶναι οἱ βασικές, ποιμαντικῆς φύσεως, λειτουργίες τῶν Ἐγκωμίων καί γενικώτερα τῶν Βίων ἁγίων: Ἡ μίμηση καί ἡ μνήμη. Ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος ἔδωσε τό μέτρο μιμήσεως γιά τούς ἐν Χριστῷ πιστούς μέ τά κάτωθι λόγια: «πδειγμα γρ δδωκα μν, να καθς γώ ποησα μν, κα μες ποιτε» (Ἰωάν. 13, 15). Τό δέ ὑπόδειγμα πού ὑπέδειξε ὁ Χριστός στούς πιστούς εἶναι αὐτό τῆς θυσίας. Ἔτσι, ἐνωρίτατα οἱ μάρτυρες  θεωρήθηκαν τό πρότυπο τοῦ πραγματικοῦ μιμητῆ τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ταυτόχρονα ἀναπτύχθηκε ἡ θεολογία τοῦ μαρτυρίου, ἰδίᾳ κατά τή διάρκεια τῶν διωγμῶν. Ἔτσι, ὁ Ὠριγένης στόν Προτρεπτικόν λόγον εἰς μαρτύριον λέγει: «Καί νῦν δέ φανείτω, εἰ, ἄραντες ἑαυτῶν τόν σταυρόν, τῷ Ἰησοῦ ἠκολουθήσαμεν· ὅπερ γέγονεν, εἰ ζῇ ἐν ἡμῖν ὁ Χριστός. Εἰ θέλομεν ἡμῶν σῶσαι τήν ψυχήν, ἵνα αὐτήν ἀπολάβωμεν κρείττονα ψυχῆς, μαρτυρίῳ ἀπολέσωμεν αὐτήν»[7]. Οἱ μάρτυρες ἐθεωρεῖτο ὅτι παρέδρευαν στό οὐράνιο θυσιαστήριο καί εἶχαν διακονικό ἔργο γιά τή ζῶσα ἐκκλησία[8]. Ἔτσι, θεωρούμενοι ὡς αὐθεντικοί μιμητές τοῦ σταυρωθέντος Θεανθρώπου, ἐνωρίτατα ἐτιμοῦντο τήν ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τους ἀπό τίς τοπικές Ἐκκλησίες, ἡ δέ μνήμη τους ταυτιζόταν μεταγενέστερα μέ τήν μίμηση αὐτῶν. Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, στόν λόγον του Εἰς τόν ἅγιον Στέφανον τόν πρωτομάρτυρα,  ἡ μνήμη τῶν ἁγίων σημαίνει ζῆλο γιά μίμηση τῶν ἀρετῶν αὐτῶν: «ὡς ἑνί τούτῳ ταῖς μνείαις τῶν ἁγίων κοινωνεῖν ἀξιούμεθα, ἐν τῷ τάς ἐκείνων ἀρετάς μιμεῖσθαι καί ζηλοῦν»[9].  Ἡ προτροπή γιά ταύτιση τῆς μνήμης τῶν μαρτύρων μέ τή μίμηση τοῦ βίου τους εἶναι πολύ συχνή καί στούς λόγους τοῦ ἁγίου Ἰωάννη Χρυσοστόμου[10]. Εἶναι ἱστορικά ἀδιαμφισβήτητο, ὅπως σημειώνει ὁ Βλ. Ἰ. Φειδᾶς, ὅτι «ἀπό τόν Β΄ αἰώνα κάθε τοπική εκκλησία ἑόρταζε τήν ‘γενέθλιον’ ἡμέρα τῶν μαρτύρων, ἤτοι τήν ἡμέρα τοῦ θανάτου τῶν μαρτύρων της κατά τούς διωγμούς. Τή μαρτυρία αὐτή παρέχει ἤδη τό ‘Μαρτυρολόγιο Πολυκάρπου’...Ἡ τιμή τῶν μαρτύρων κατά τήν ‘’γενέθλιον’’ ἡμέρα γενικεύτηκε τόν Γ΄ αἰῶνα»[11]

Ταυτόχρονα μέ τή θεολογία τοῦ Μαρτυρίου, σέ πολλές δέ περιπτώσεις καί ἐνωρίτερα ἀπό αὐτήν, ἀναπτύχθηκαν οἰ Πράξεις μαρτύρων, ὅπως συνάγεται ἀπό τό Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου Σμύρνης[12], ἡ σύνταξη τοῦ ὁποίου τοποθετεῖται περί τό 156 μ.Χ.[13] καί ἀποδίδεται στόν Εὐάρεστο Σμύρνης. Στό Μαρτύριο, περιγράφεται ἡ ἱερή συνήθεια νά συνάγονται οἱ Χριστιανοί καί νά ἑορτάζουν τήν μνήμη τοῦ μάρτυρα ἤδη ἀπό τόν Β΄ αἰῶνα. Ὅπως σημειώνει ὁ ἀείμνηστος πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος: «Τό Μαρτύριο τοῦ Πολυκάρπου, πού ἴσως δέν εἶναι τό ἀρχαιότερο, ἔγινε κυριολεκτικά τό θεμέλιο τῆς μαρτυρολογίας καί ἴσχυσε πράγματι σάν πρόγραμμα στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον ἀφορᾶ τούς μάρτυρες καί τήν τιμή τους»[14]. Συνεπῶς, τό ἐν λόγῳ ἔργο χρησίμευσε ὡς πρότυπο γιά μεταγενέστερες ἁγιολογίες καί μαρτυρολόγια, εἶδη πού γνώρισαν μεγάλη ἄνθηση ἰδίᾳ μετά τήν ἀναγνώριση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς ἐπισήμου θρησκείας. Ἀξίζει πάντως νά σημειωθῇ ὅτι πολλές φορές τά Μαρτυρολόγια πού συνετάχθησαν μεταγενέστερα ἀπό τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν ἀπό συγγραφεῖς πού ἀναφέρονται σέ ἀγνώστους ἤ ἀσήμους μάρτυρες δέν ἔχουν τήν ἴδια ἱστορική ἀξιοπιστία. Κι αὐτό γιατί σ’ αὐτήν τήν περίπτωση ὁ ἁγιογράφος ἀκολουθεῖ συνήθως ἕνα συγκεκριμένο σχῆμα ἀφήγησης (ὁ μάρτυρας, ὁ αὐτοκράτορας, ὁ διοικητής, οἱ βασανιστές καί οἱ δήμιοι, καθώς καί πληροφορίες γιά τούς αὐτόπτες μάρτυρες πιστούς).  Ἡ ἀφήγηση πολλές φορές διανθίζεται μέ ἐπουσιώδεις σκηνές ἀντλημένες ἀπό τήν μυθολογία ἀνατολικῶν λαῶν τῆς ἐποχῆς, ὅπως π.χ. πάλη μέ δράκοντα ἤ  θαυματουργική ἐπιβολή σέ θηρία, ὑπεράνθρωπη ἀντοχή σέ φρικτά βασανιστήρια κ.ἄ. μέ σκοπό νά κάνουν ἀκόμη πιό θαυμαστούς τούς βίους τῶν μαρτύρων καί τῶν πρώτων ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.     

Πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι οἱ Βίοι μαρτύρων ἦταν ἰδιαίτερα διαδεδομένοι ἀπό τό  β΄ ἤμισυ τοῦ Β΄ αἰῶνος μέχρι  τό α΄ἥμισυ  τοῦ Δ΄ αἰῶνα, καθ’ ὅλη δηλαδή τήν περίοδο τῶν ἀπηνῶν διωγμῶν πού γνώρισε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς ρωμαίους αὐτοκράτορες. Κατά τή γνώμη μας, οἱ βίοι τῶν μαρτύρων συνεγράφησαν ὄχι μόνο γιά νά λειτουργήσουν ὡς πρότυπα τῆς στάσεως πού ἔπρεπε να τηρήσουν οἱ πιστοί κατά τή διάρκεια τῶν φοβερῶν αὐτῶν δοκιμασιῶν, ἀλλά ταυτόχρονα ἀποτελοῦσαν καί μία ἔμμεση ἀπάντηση στό μεγάλο ἐκκλησιολογικό πρόβλημα πού ἔθεσαν οἱ πεπτωκότες (Lapsi). Κατά τόν Β΄ αἰῶνα καί τίς ἀρχές τοῦ Γ΄ αἰῶνα, οἱ ἀποστάτες πρώην Χριστιανοί πού θυσίαζαν στά εἴδωλα, ἀκόμη καί ἄν μετανοοῦσαν ἐκ τῶν ὑστέρων, δέν γίνονταν δεκτοί στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καί δέν μποροῦσαν νά συμμετάσχουν στή θεία Εὐχαριστία, καθώς ἡ εἰδωλολατρεία θεωρεῖτο ἕνα ἀπό τά τρία παραπτώματα πού ἐπέφερε ἐκδίωξη ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Εἰδικότερα, ἀπό τόν διωγμό τοῦ Δεκίου (250-251) καί τό διάταγμα πού ἐπέβαλε τίς θυσίες  καί τό δημιουργηθέν Νοβατιανό σχίσμα (251) ἕως τόν διωγμό τοῦ Διοκλητιανοῦ (303) καί τό προκληθέν σχίσμα τοῦ Δόνατου (311), ἡ μαστιζομένη Ἐκκλησία προέβαλλε τό πρότυπο τοῦ μάρτυρα. Γι’ αὐτόν τόν λόγο, στήν περίοδο τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων, λόγῳ τῶν ἱστορικῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν στή διωκόμενη Ἐκκλησία διαδόθηκαν  οἱ Πράξεις τῶν Μαρτύρων (πρακτικά  δικῶν μαρτύρων- Acta, Gesta)[15], Τά ΠάθηΜαρτύρια, ὅπως κατεγράφησαν ἀπό αὐτόπτες ἤ αὐτήκοους μάρτυρες (Passiones)[16]  καί τά πρῶτα Μαρτυρολόγια τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουλιανοῦ. Πρέπει πάντως να τονίσουμε, ὅπως εἴπαμε καί ἀνωτέρω, ὅτι ὅσο λιγότερο εἶναι τό χρονολογικό χάσμα πού χωρίζει τόν ἁγιολόγο ἀπό τό μαρτύριο, τόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἱστορική του ἀξιοπιστία.

 Μεγάλη ἄνθηση παρουσίασαν οἱ βίοι ἁγίων ἰδιαίτερα κατά τόν 4ο αἰῶνα, οἱ δέ Πατέρες, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μέ αὐτό τό εἶδος ἦταν φυσικό νά ἐπηρεάσουν ὅλους τούς μεταγενέστερους ἁγιογράφους, ὡς ἐκκλησιαστικές καί θεολογικές αὐθεντίες τῆς ἐποχῆς. Ἔτσι, ὁ Μ. Ἀθανάσιος θεωρήθηκε ὁ πρῶτος πού συνέγραψε περί τό 357 καί καθιέρωσε τό φιλολογικό εἶδος τοῦ Βίου ἁγίων μέ τό ἔργο του Βίος καί πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου[17]. Κατ’ οὐσίαν ἐπρόκειτο γιά ἔργο-ἀπάντηση στήν ἐπιθυμία (ἐπίταγμα) κάποιων μοναχῶν τῆς Δύσεως νά μάθουν περισσότερα γιά τόν βίο τοῦ ἁγίου αὐτοῦ ἀναχωρητῆ, συνεπῶς ὁ Βίος εἶχε τόν χαρακτήρα ἑνός ἔργου πού ἀποσκοποῦσε στήν προβολή τοῦ ἀσκητικοῦ βίου, τόν ὁποῖο διῆγε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Ταυτόχρονα, τό ἐν λόγῳ ἔργο πρέπει νά θεωρηθῇ ὡς εἰσαγωγή στόν ἀσκητισμό καί στόν κόσμο τῆς ἐρήμου, ἀπευθυνόμενο σέ δύο διαφορετικά ἀκροατήρια, τόσο πρός τούς μοναχούς τῆς Αἰγύπτου, τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Συρίας, ὅσο καί πρός τούς πιστούς τῶν ἀστικῶν κέντρων πού βίωναν τούς ἔντονους ρυθμούς τῶν πόλεων τῆς ἐποχῆς καί αἰσθάνονταν ἕλξη ἀπό τό νεοεμφανισθέντα μοναχισμό τῆς ἐρήμου[18]. Μολονότι ὁ Μ. Ἀθανάσιος εἶχε συναντήση πολλάκις τόν ἅγιο ἀναχωρητή, φρόντισε νά ἀντλήση περισσότερες λεπτομέρειες γιά τόν βίο του ἀπό τόν ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς ὅπου ἔδρασε, τόν Σεραπίωνα Θμούεως. Ὁ συνδυασμός τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας μέ τίς μαρτυρίες καί ἄλλων πού εἶχαν συναναστραφῆ μέ τόν ἅγιο ἔδωσε ἀκόμη μεγαλύτερη ἀξιοπιστία στό ἔργο, μέ ἀποτέλεσμα ἤδη τό 380 νά ἔχει διαδοθεῖ σέ ὅλον τόν τότε γνωστό κόσμο[19] καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος νά τό ἀποκαλεῖ «νομοθεσίαν ἐν πλάσματι διηγήσεως»[20]. Βέβαια, θά πρέπει νά σημειωθῇ ὅτι σχεδόν εἴκοσι χρόνια μετά ἀπό τόν θάνατο τοῦ ἱδρυτοῦ τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ ἁγίου Παχωμίου, ἤτοι τό 346, εἶχε κυκλοφορήσει ὁ Βίος του[21],  ὁ ὁποῖος παρά τήν μεγάλη ἀνταπόκριση καί τήν μετάφρασή του σέ διάφορες γλῶσσες, δέν ἔφθασε ποτέ τήν τεράστια ἐπίδραση τοῦ Βίου τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, τόσο λόγῳ τῆς θεολογικῆς αὐθεντίας τοῦ συντάξαντος αὐτόν Μεγάλου Ἀθανασίου, ὅσο καί τοῦ ἴδιου τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος παρουσιάζεται ὡς ὑπόδειγμα ὁλοκληρωτικῆς ἀφιερώσεως στόν Θεό. Ἡ σημαντικότατη ἐπίδραση πού ἄσκησε ὁ Βίος τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου καταφαίνεται, ὅπως θά δοῦμε, ἀπό τίς ἐπιδράσεις πού ἄσκησε σέ ὅλα τά μεταγενέστερα κείμενα ἱστοριῶν μοναχῶν.

Οἱ Καππαδόκες πατέρες εἶναι αὐτοί πού θά δώσουν μία νέα ὤθηση στούς ἐγκωμιαστικούς λόγους, καθώς, χάρη στή σπάνια θύραθεν παιδεία τους ἀποδεικνύονται ἐξοικειωμένοι ὅσο κανείς μέ αὐτό τό εἶδος λόγου, κληρονομιά ὅπως εἴδαμε τῶν ἀττικῶν ρητόρων. Ἔτσι, συνέγραψαν δεκαεπτά ἐγκωμιαστικούς λόγους (τέσσαρες ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πέντε ὁ Μ. Βασίλειος καί ὀκτώ ὁ Γρηγόριος Νύσσης).  Μεγάλος ἀριθμός τῶν λόγων τους ἀναφέρονται σέ μάρτυρες πού ἐτελειώθησαν στήν Καππαδοκία, π.χ῎ ὁ  Μ. Βασίλειος στούς Γόρδιο[22], Μάμαντα[23], Ἰουλίττα[24], Βαρλαάμ[25], ὁ Γρηγόριος Νύσσης στόν μάρτυρα Θεόδωρο[26], ἀλλά καί τόν Στέφανο τόν πρωτομάρτυρα[27] καί τόν Ἐφραίμ τόν Σύρο[28] πού δέν εἶχαν σχέση μέ τήν τοπική ἐκκλησία. Προφανῶς πρόκειται γιά λόγους πού ἐκφωνήθηκαν κατά τήν ἡμέρα μνήμης τους.

Στήν πλειονότητα ὅμως τῶν λόγων τους ἐγκωμιάζουν τόν ὁσιακό ἐν Χριστῷ βίο προσώπων προερχομένων εἴτε ἀπό τόν στενό οἰκογενειακό εἴτε ἀπό τόν εὐρύτερο κοινωνικό τους κύκλο. Αὐτά τά πρόσωπα δέν εἶναι πλέον μάρτυρες, οὔτε μεγάλοι ἀναχωρητές ἤ ἀσκητές. Πρόκειται γιά σημαίνοντα πρόσωπα τῆς κοινωνίας, τά ὁποῖα, ἐνῶ μποροῦσαν νά διάγουν ἕναν ἄνετο βίο, προτίμησαν νά ἀκολουθήσουν τόν ἐνάρετο χριστιανικό βίο καί νά ἐνσαρκώσουν τό πρότυπο τῆς θυσιαστικῆς ἀφιέρωσης στόν Θεάνθρωπο. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου, συνέγραψε ἐγκωμιαστικούς λόγους, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν σημεῖο ἀναφορᾶς τοῦ εἴδους καί γιά τούς μεταγενέστερους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς. Κάτοχος τῆς θύραθεν παιδείας καί ἔχοντας ἐμπλακεῖ λιγότερο ἐνεργά ἀπό τόν ἀδελφό του στόν ἐκκλησιαστικό βίο, ἀφιερώνεται στή συγγραφή, μεταξύ ἄλλων καί τῶν ἐμβληματικῶν γιά τό εἶδος τους ἔργων Εἰς τόν Βίον τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας τοῦ Θαυματουργοῦ[29] καί τό Εἰς τόν Βίον τῆς ὁσίας Μακρίνης ἀδελφῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου[30]. Τό τελευταῖο του ἔργο τό συνέγραψε γιά τόν μοναχό Ὀλυμπιόδωρο, μέ τόν ὁποῖο ταξίδεψε γιά νά συμμετάσχη  στή Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας. Τοῦ ἀφηγήθηκε τήν ἱστορία τῆς ἀδελφῆς του, ὑποσχόμενος νά τοῦ τήν ἀποστείλη γραπτῶς ἀργότερα, ὅπερ καί ἔγινε, προβάλλοντας ἔτσι τόν κατά Χριστό βίο τῆς οἰκογένειάς του ἐν γένει. Στό ἴδιο πλαίσιο, ἐντάσσεται καί τό ἔργο του Βίος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ, καθώς κι ἐκεῖνος καταγόταν ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα τῆς οἰκογένειας τοῦ Γρηγορίου Νύσσης, ἤτοι τήν Καππαδοκία, ἐνῶ  ἡ γιαγιά του, Μακρίνα ἡ πρεσβυτέρα, γνώριζε προσωπικά τόν ἅγιο καί ὑπῆρξε ἡ κύρια πηγή τοῦ ἐν λόγῳ βίου. Ἡ σύνδεση ἑνός ἁγίου μέ τήν οἰκογένεια τοῦ συγγράφοντος τόν βίο αὐτοῦ ἀποτελεῖ ἕνα κοινό χαρακτηριστικό τοῦ εἴδους γενικώτερα. Αὐτό ἰσχύει καί στήν περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, ὁ ὁποῖος μεταξύ τῶν Λόγων του ἔχει συγγράψει καί ἕξι ἐπικήδειους λόγους, ἀπό τούς ὁποίους οἱ τρεῖς  συνετάχθησαν μεταξύ 369 καί 374 καί εἶναι ἀφιερωμένοι σέ ἄτομα τῆς οἰκογενείας του: τόν πατέρα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου[31], τόν ἀδελφό του Καισάριο[32] καί τήν ἀδελφή του Γοργονία[33], ἐνῶ ἕνας λόγος (Λόγος ΜΓ΄) εἶναι ἀφιερωμένος στόν ἀδελφικό του φίλο Μ. Βασίλειο[34]. Στούς ἐπικήδειους αὐτούς λόγους ὁ ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος παραθέτει πολλά στοιχεῖα τοῦ βίου τους, καθώς ἔζησε μαζί τους γιά μεγάλο χρονικό διάστημα, ἰδιαίτερα δέ μέ τόν έν Χριστῷ ἀδελφό του Μ. Βασίλειο.

Περί τό 420 ὁ Παλλάδιος, ἐπίσκοπος Ἑλενουπόλεως, θά ἐπαναφέρει τό πρότυπο τοῦ ἀσκητῆ-μοναχοῦ συγγράφοντας  τήν Λαυσαϊκή ἱστορία[35], ἔργο στό ὁποῖο περιγράφει ἱστορίες διαφόρων μορφῶν τοῦ μοναχισμοῦ τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Παλαιστίνης, ὅπως τίς κατέγραψε ὁ ἴδιος σέ ταξίδι του στίς πιό πάνω περιοχές. Τό ἔργο συνέγραψε καί ἀφιέρωσε ὁ Παλλάδιος στόν Λαῦσο, ἀρχιθαλαμηπόλο τοῦ Θεοδοσίου Β΄, ὁ ὁποῖος ἤθελε μία συλλογή βίων ἀσκητῶν μέ «οἰκουμενικό» χαρακτήρα, πού νά μπορεῖ δηλαδή νά ἀναγνωσθῆ ἀπ’ ἄκρη εἰς ἄκρη στήν αὐτοκρατορία[36].  Πρόκειται γιά βιογραφίες μοναχῶν πού γνώρισε ὁ ἴδιος ὁ Παλλάδιος ἤ ἀπό μαρτυρίες πού ἄντλησε ἀπό ἄλλους μοναχούς. Κατά  τόν Δημ. Τσάμη πρόκειται γιά ἔργο «στό ὁποῖο διαφαίνεται ἡ ἐπίδραση τοῦ Εὐάγριου, τοῦ βίου τοῦ Μ. Ἀντωνίου καί σχετικῶν ἑλληνιστικῶν κειμένων καί διακρίνεται γιά τήν εἰλικρίνεια τῶν ἀφηγήσεών του. Ἔτσι δέν διστάζει νά ἀναφέρει ἀδυναμίες καί ἀποστασίες μοναχῶν, καθώς καί τά πάθη τους...Τό Λαυσαϊκό περιέχει μόνο γεγονότα καί ἱστορίες καί ὄχι θεωρία τοῦ μοναχικοῦ βίου»[37].  Ἡ τελευταία μάλιστα μορφή ἀσκητῆ πού παρουσιάζει στό κεφάλαιο 70 νά πολεμᾶ ἐναντίον τῶν δαιμόνων καί τῶν πειρασμῶν φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Παλλάδιος[38]. Ἡ ἀμεσότητα τῆς ἀφήγησης τῆς Λαυσαϊκῆς Ἱστορίας, ἀνέδειξε τό ἔργο σέ ἕνα ἀπό τά πιό διαδεδομένα ἀναγνώσματα καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς βυζαντινῆς περιόδου, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ Παλλάδιος θεωρήθηκε ὡς σημεῖο ἀναφορᾶς γιά τό ἐν λόγῳ εἶδος ἀπό ὅλους τούς μεταγενέστερους συγγραφεῖς ἁγιολογιῶν.

Ὁ Θεοδώρητος Κύρου (393-460) συνέγραψε ἐπίσης μία συλλογή σύντομων βιογραφιῶν τοῦ συριακοῦ ἀσκητισμοῦ, ὑπό τόν τίτλο Φιλόθεος Ἱστορία (Historia religiosa) ἤ Ἀσκητική πολιτεία[39]. Ὁρισμένες ἱστορίες ἀσκητῶν συνδέονται ἄμεσα μέ τήν οἰκογένεια τοῦ Θεοδώρητου Κύρου. Πράγματι, στά πρῶτα εἴκοσι κεφάλαια τῆς πραγματείας περιέχονται οἱ βίοι ἀσκητῶν πού εἶχαν σχέση μέ την οἰκογένειά του καί τόν ἴδιο. Ἔτσι, ἀποδίδει τήν ἴδια τήν γέννησή του στόν ἅγιο Μακεδόνιο, ὁ ὁποῖος εὐλόγησε τήν μητέρα του, πού προσπαθοῦσε ἐπί ματαίῳ γιά χρόνια νά ἀποκτήσει παιδί, γιά νά συλλάβει ἐν τέλει τόν συγγραφέα, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου σημαίνει δῶρο Θεοῦ[40]. Ἡ μητέρα του συνήθιζε νά ἐπισκέφτεται ἑρημῖτες τῆς περιοχῆς μέ τή συντροφιά τοῦ Θεοδώρητου. Ὁ συγγραφέας θυμᾶται νά κάθεται στά γόνατα τοῦ ἁγίου Πέτρου Γαλατείας, ὁ ὁποῖος τόν τάιζε μέ σταφύλια (κεφ. 9): «Πολλάκις δέ μέ τοῖς γόνασιν ἐπικαθίσας, σταφυλῇ μέ καί ἄρτῳ διέθρεψε. Πεῖραν γάρ αὐτοῦ τῆς πνευματικῆς χάριτος ἡ μήτηρ δεξαμένη, ἅπαξ μέ τῆς ἑβδομάδος ἑκάστης τρυγᾶν ἐκείνην τήν εὐλογίαν ἐκέλευε»[41]. Ἀλλοῦ ἀναφέρεται στήν χρήση τῆς θαυματουργῆς του ζώνης μέ τήν ὁποία γιάτρευε ἀσθένειες[42], ἤ πάλι παρουσιάζει τόν ἅγιο Συμεών Στυλίτη νά τόν σώζη τήν τελευταία στιγμή ἀπό ἕνα ἀνεξέλεγκτο πλῆθος πού προσπαθοῦσε νά πλησιάσει τόν ἅγιο[43].

Στήν περίπτωση τοῦ Κυρίλλου Σκυθοπολίτη (†559), στόν ὁποῖο ἀποδίδονται ἑπτά βίοι ἁγίων τῆς Παλαιστίνης[44], ἔχουμε συνδυασμό συλλογῆς ἀποσπασματικῶν βιογραφιῶν, ἤ ἀκόμη καί ἐκτενῶν βίων στήν περίπτωση τῶν ἁγίων Εὐθυμίου, Σάββα καί Ἰωάννη Ἡσυχαστῆ.  Ὁ συγγραφεῦς συνεδέθη προσωπικά καί μέ τούς τρεῖς ἁγίους. Ὁ ἅγιος Σάββας γνώριζε τήν οἰκογένεια τοῦ Κυρίλλου, διό καί ὅταν ἐπεσκέφθη τήν Σκυθόπολη εὐλόγησε τόν Κύριλλο πού ἦταν ἀκόμη παιδί καί τόν ἐπέλεξε γιά μέλλοντα μαθητή του, κίνηση πού σημάδεψε τή ζωή τοῦ συγγραφέα: «Ἐμέ δέ παῖδα ὄντα καί μετά τοῦ πατρός εὑρεθέντα καί τοῖς τοῦ θείου πρεσβύτου, ποσίν προσπεσόντα, εὐλογήσας ὁ ἅγιος γέρων καί ἀναστήσας καί περιπτυξάμενος τῷ μέν ἐμῷ πατρί ἔφη: Οὗτος ὁ παῖς ἀπό τοῦ νῦν ἐμός μαθητής ἐστι καί τῶν τῆς ἐρήμου πατέρων υἱός. Εἶπε δέ καί τῷ μητροπολίτῃ (Θεοδόσιος): Κύρι ὁ μέγας, τοῦτον ἐγώ σοι παρατήθιμι τόν παῖδα· πρόσεχε αὐτῷ. Ὅτι χρήζω αὐτοῦ»[45]. Ὅταν ἀποφάσισε σέ νεαρή ἡλικία νά μονάσει στήν  Ἱερουσαλήμ, ἡ μητέρα του τοῦ συνέστησε νά ὑπακούει στόν Ἰωάννη Ἡσυχαστή. Ἀντίθετα ὅμως μέ τίς προτροπές της κατευθύνθηκε πρός τίς μονές πού βρίσκονταν κοντά στόν ποταμό Ἰορδάνη, ὁπότε καί ἀσθένησε βαριά. Τότε, τοῦ παρουσιάσθηκε στόν ὕπνο του ὁ ἅγιος Ἰωάννης Ἡσυχαστής καί τόν προέτρεψε νά καταφύγει στήν μονή τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου, ὅπερ καί ἔπραξε: «...φαίνεταί μοι καθ’ ὕπνους ὁ πεφωτισμένος οὗτος γέρων οὕτω μοι λέγων.’Παρακούσας μοι τῆς ἐντολῆς ἱκανῶς ἐπαιδεύθης· ἀλλά νῦν ἀναστάς εἴσέλθε εἰς τήν Ἱεριχώ καί εὑρίσκεις Γερόντιόν τινα μοναχόν εἰς τό ξενοδοχεῖον τῆς μονῆς τοῦ ἀββᾶ Εὐθυμίου. Ἀκολούθησον αὐτῷ εἰς τήν μονήν κάι σώζῃ»[46]. Ἀργότερα, ὁ Κύριλλος ἐγκαταστάθηκε στήν Νέα Λαύρα πού εἶχε ἱδρύσει ὁ ἅγιος Σάββας καί συνέταξε τούς βίους τῶν ἁγίων. Οἱ προσωπικές του λοιπόν ἐμπειρίες περιελήφθησαν στούς βίους τῶν ἐν λόγῳ ἁγίων.  Ἔτσι, στόν Βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, ὁ Κύριλλος ἀναφέρει ὅτι στήν μονή τοῦ ἁγίου ὅπου μόνασε τήν πρώτη περίοδο εἶχε γίνει ὁ ἴδιος μάρτυς τῶν θαυμάτων πού ἐπιτελέσθηκαν μετά τόν θάνατο τοῦ ἁγίου: «Ταῦτα ὀλίγα ἐκ πολλῶν ἀναλεξάμενος ἀνεγραψάμην, ἅπερ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐώρακα, συνάψας αὐτά τοῖς ἐξ ἀκοῆς ἀναγραφεῖσι περί τῆς ἐν σαρκί πολιτείας τοῦ πατρός ἡμῶν πρός τό γνῶναι τούς τε ἐντυγχάνοντας καί τήν ὁσιότητα τήν σήν τήν τῆς παρεδρευούσης τῇ Εὐθυμίου θήκῃ θείας χάριτος δύναμιν καί ἀναλογίσασθαι ὅτιπερ μαρτυρεῖ τῇ λαμπρότητι τῆς ἐκείνου ἐν σαρκί πολιτείας τά μετά τήν αὐτοῦ κοίμησιν ἐνεργούμενα θαύματα»[47]. Στόν Βίο τοῦ ἁγίου Σάββα ἀναφέρεται μέ δέος στήν ἐπιλογή του ἀπό τόν ἅγιο, ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρό παιδί νά τόν κάνει μαθητή του. Παρόμοια, στόν Βίο τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου,  ὁ Κύριλλος ἀναφέρεται ἐκτενῶς στό ὄνειρο πού εἶδε τόν ἅγιο καί καθ’ ὑπόδειξή του μπόρεσε νά ἰαθεῖ, συγκαταλέγοντας ἔτσι τήν περίπτωση μεταξύ τῶν ἄλλων θαυμάτων τοῦ ἁγίου. Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ Κύριλλος Σκυθοπολίτης μέ τή συγγραφή τοῦ ἐν λόγῳ ἔργου ἀποσκοπεῖ στή διάδοσή του στό ποίμνιο, γι’αὐτό καί δίδει κάποιες «ὁδηγίες» στούς ἀναγνῶστες του γιά τό πῶς πρέπει νά τό χρησιμοποιήσουν εἴτε κατά τή δημόσια εἴτε κατά τήν κατ’ ἰδίαν ἀνάγνωσή του: «Δίκαιον γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς τά παραδραμόντα ττῷ χρόνῳ καί μή πολλοῖς ἐγνωσμένα ἀναζωγραφεῖν  τῷ λόγῳ καί μή συγχωρεῖν ταῦτα λήθης βυθοῖς ἁμαυροῦσθαι, ἀλλά κοινόν ὄφελος καί εἰκόναν καί τύπον προτιθέναι τοῖς μετέπειτα βουλομένοις τῆς ἑαυτῶν προνοεῖσθαι σωτηρίας»[48]. Ὁ Κύριλλος δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἁγιογράφος, καθώς παραθέτει πολλά ἱστορικά στοιχεῖα σχετικά μέ τόν μοναχισμό τῆς Παλαιστίνης, σέ βαθμό πού ὁρισμένοι ἐρευνητές νά τόν θεωροῦν ἱστοριογράφο καί ἁγιογράφο ταυτόχρονα[49].  Ἡ γλῶσσα τοῦ Κυρίλλου εἶναι ἐπιτηδευμένη, τό ὕφος καί ἡ ποιητική του περιγραφή ὁμοιάζουν μέ τοῦ Πλουτάρχου[50], ἐνῷ τό περιεχόμενο ἔχει ἱστορική ἀξία, καθώς παρέχει ἀξιόπιστες πληροφορίες καί χρήσιμα χρονολογικὰ στοιχεῖα[51]. Ἡ γραφή τοῦ Κυρίλλου ἀποδεικνύει τό ὑψηλό ἐπίπεδο τῆς μοναστικῆς παιδείας στήν Παλαιστίνη καί παρέχει πληροφορίες περί τῶν μοναστικῶν βιβλιοθηκῶν. Ὁ Βίος το γίου Σάββα θεωρεῖται δικαίως ἀπό τούς ἱστορικούς σπουδαία πηγή γιά τόν μοναχισμό τῆς Παλαιστίνης[52].

Ὁ 7ος αἰῶνας σημαδεύτηκε ἀπό τό ἔργο τοῦ Ἰωάννη Μόσχου Λειμών[53]. Ὁ Ἰωάννης Μόσχος (†619/634), ὁ ὁποῖος λόγῳ τῆς ἐγκράτειάς του ὀνομάσθηκε καί Εὐκρατάς, μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ἔγινε μοναχός  στή μονή τοῦ Θεοδοσίου στήν κοιλάδα τὼν Κέδρων καί ἀργότερα μόνασε στή μονή τοῦ ἁγίου Σάββα στήν Ἰερουσαλήμ. Μαζί  μέ τόν μετέπειτα πατριάρχη Ἱεροσολύμων Σωφρόνιο τόν Σοφιστή, ἐπισκέφθηκε διάφορα μοναστικά κέντρα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς, γνωρίζοντας ἔτσι ἐπιφανεῖς προσωπικότητες τοῦ μοναχισμοῦ. Ἐξαιτίας τοῦ κινδύνου τῶν Περσῶν κατέφυγε μαζί μέ τόν Σωφρόνιο ἀρχικά στήν Ἀντιόχεια καί ἀπό τό 608 στήν Αἴγυπτο. Οἱ ἱστορίες τῶν μοναχῶν δέν ἔχουν χρονολογική σειρά, ἴσως λόγῳ τῆς παρέλευσης ἀρκετῶν χρόνων γιά τήν καταγραφή τους. Ὁ Λειμών ὑπῆρξε ἰδιαίτερα δημοφιλές ἔργο, ὅπως μποροῦμε νά συμπεράνουμε ἀπό τήν μετάφρασή του στά ἀρμενικά, ἀραβικά, γεωργιανά, αἰθιοπικά καί παλαιοσλαβικά καί φυσικά στά λατινικά ὑπό τόν τίτλο Pratum spirituale[54]. Λόγῳ τῆς αὐξημένης δημοτικότητάς του, τό ἔργο γνώρισε πολλές διασκευές, στίς ὁποῖες ὀφείλονται καί οἱ σημερινές σωζόμενες παραλλαγές του. Ἔτσι, μολονότι τό ἔργο συνήθως ἐκτείνεται σέ 219 κεφάλαια, ὁ Μ. Φώτιος εἶχε στήν κατοχή του χειρόγραφα μέ 302 καί 342 κεφάλαια. Ἀξίζει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καί ἡ Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος (787) ἀπέδωσαν τή συγγραφή τοῦ ἔργου στόν Σωφρόνιο Ἰεροσολύμων, ἐνῶ, ἀντίθετα, ἀπό τόν πατριάρχη Φώτιο ἀποδόθηκε στόν Ἰωάννη Μόσχο  (Μυριόβιβλιος, 199).

Ὁ Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων (†638), ὁ ὁποῖος κατά τή νεαρή του ἡλικία ἐκάρη μοναχός στούς Ἁγίους Τόπους, στή μονή τοῦ ἀββᾶ Θεοδοσίου, συνδέθηκε πνευματικά μέ τόν Ἰωάννη Μόσχο, βοηθώντας τον στή συγγραφή τοῦ Λειμῶνος. Ὑπῆρξε ὁ συγγραφέας τοῦ Βίου τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κύρου καί Ἰωάννη[55] σέ ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης γιά τήν θαυματουργική ἴαση μιᾶς ἀνίατης ἀσθένειας τῶν ὀφθαλμῶν ἀπό τήν ὁποία εἶχε προσβληθεῖ, μετά ἀπό ἐπίσκεψη στόν ὁμώνυμο ναό τοῦ Ἀμπουκίρ[56]

Ἀπό αὐτήν τήν σύντομη ἀναδρομή πού ἐπιχειρήσαμε νά κάνουμε στά σημαντικότερα συγγράμματα τῶν πρώτων ἑπτά αἰώνων, παρατηροῦμε μία ἐξέλιξη στή θεματολογία καί στό ἀντικείμενο τῶν ἐγκωμιαστικῶν λόγων. Πράγματι, ἀπό τόν Β΄ αἰῶνα, ἤτοι καθ’ ὅλη τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν καί μέχρι τό Διατάγμα τῶν Μεδιολάνων (313) οἱ ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς προβάλλουν τό πρότυπο τῶν μαρτύρων, ἀναπτύσσοντας ταυτόχρονα τή θεολογία τοῦ μαρτυρίου, τό ὁποῖο ἐθεωρεῖτο ἐθελούσια μίμηση τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ καί, στήν πρώτη Ἐκκλησία, βάπτισμα ἀνώτερο τοῦ δι’ ὕδατος Βαπτίσματος[57]. Κατά τή διάρκεια τῶν διωγμῶν, ὅσοι ὁμολόγησαν τόν Χριστό κατά τήν προτροπή Αὐτοῦ[58], ἀλλά γιά κάποιον λόγο δέν μαρτύρησαν, ὀνομάζονταν ὁμολογητές καί ἡ πρώτη Ἐκκλησία τούς τιμοῦσε, καθώς τούς ἀναγνώριζε τό δικαίωμα νά λύσουν ἐκκλησιαστικά ἐπιτίμια χωρίς αὐτό νά προϋποθέτει τήν προηγούμενη ἔγκριση ἐπισκόπων[59].

Μετά τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων πού σήμανε τό τέλος τῆς μακρᾶς περιόδου διωγμῶν πού γνώρισε ἡ Ἐκκλησία ἐπικράτησε ἡ ἄποψη ὅτι ἐνάρετη ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι ἰσάξια μέ τόν μαρτυρικό θάνατο. Ἔτσι, ὅπως πολύ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Παν. Τσάμης «τό ‘μαρτύριον συνειδήσεως’ ἐξομοιώθηκε μέ τό ‘μαρτύριον τοῦ αἵματος[60]. Αὐτή ἡ ἐξομοίωση μαρτυρίου συνειδήσεως καί μαρτυρίου αἵματος υἱοθετήθηκε καί ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος στό ἐγκώμιόν του εἰς τόν ἅγιον Εὐστάθιο λέγει: «...ὅτι Μάρτυρα οὐχί θάνατος ποιεῖ μόνον, ἀλλά καί ἡ πρόθεσις»[61].  Παρόμοια, καί ὁ Μ. Βασίλειος προτρέπει τούς πιστούς: «Γίγνεσθε μάρτυρες τῇ βουλήσει ἄνευ διωγμῶν, ἄνευ μαστίγων καί ἕξετε τήν αὐτήν ἀξίαν οἵαν καί οἱ μάρτυρες»[62]. Οἱ περισσότεροι ὅσιοι πού διῆγαν παρθενικό καί ἀσκητικό βίο προέρχονταν κυρίως ἀπό τίς τάξεις τῶν μοναχῶν καί τῶν ἀσκητῶν, ἕνα σημαντικό ὅμως μέρος τους προερχόνταν τόσο ἀπό τίς τάξεις τοῦ κλήρου, ὅσο καί τῶν ἁπλῶν πιστῶν. Σ’ αὐτἠν τήν κατηγορία ἀνήκουν ἐπιφανεῖς ἱεράρχες καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πού ὄρθωσαν τό ἀνάστημα τους γιά νά ὁμολογήσουν τήν ὀρθή πίστη καί νά προσφέρουν πολύπτυχο ποιμαντικό ἔργο, καθώς καί ὅσιοι πού ἦταν ἐπιφανεῖς πολίτες καί διῆγαν κατά Χριστόν βίον.

Ταυτόχρονα, ἀπό τά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα, τήν ἐποχή δηλ. τῆς πρώτης ἄνθισης τοῦ μοναχισμοῦ μέχρι καί τό τέλος τοῦ 6ου  αἰῶνα, συντάσσεται ἕνας σημαντικός ἀριθμός νηπτικοασκητικῶν κειμένων πού προέβαλλε τό πρότυπο τοῦ μοναχοῦ-ἀναχωρητῆ, ὁ ὁποῖος κατ’ ἀντιπαραβολή πολλές φορές ἀπό τούς κατά κόσμον σοφούς, πολεμᾶ καθημερινά  τούς πειρασμούς σφυρηλατώντας ἔτσι τήν κατά Χριστόν συνείδησή του καί δίδοντας ταυτόχρονα μαρτυρία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἡ μετάβαση ἀπό τόν Μάρτυρα, στόν Ἀσκητή καί στόν Ὅσιο, τουλάχιστον γιά τίς γενιές τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καί Πατέρων πού ἔγραψαν μέ διαφορά μέχρι δύο γενιές ἀπό τούς ἐγκωμιαζόμενους- γνωρίζοντάς τους εἴτε προσωπικά εἴτε ἔχοντας ἀντλήσει πληροφορίες ἀπό πρόσωπα πού τούς εἶχαν γνωρίσει- ὀφείλεται στά ἱστορικά πλαίσια τῆς ἐποχῆς συγγραφῆς τῶν ἔργων.  Ἡ ἄνθιση τοῦ μοναχισμοῦ στίς ἀνατολικές ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας ἀπό τόν 4ο  μέχρι καί τόν 7ο αἰῶνα ἔκανε ἀκόμη πιό μεγάλη τή δίψα τῶν πιστῶν γιά τούς βίους μοναχῶν, ὅπως λίγους αἰῶνες πρίν γιά τούς Μάρτυρες, προβάλλοντας ὅμως πάντοτε τό ἴδιο πρότυπο τοῦ χριστιανικοῦ βίου, τόν Θεάνθρωπο καί τήν θυσία Του γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

 

[1] Νικ. Σκουτεροπουλος, Ἡ ἀρχαία Σοφιστική: τά σωζόμενα ἀποσπάσματα, Ἀθήνα 20063.

[2] Φαῖδρος, 261a, 271 b.

[3] Ρητορική, Ι, 1355a.

[4] Πατρολογία Ι, σελ. 142.

[5] H. Hunger, Bυζαντινή λογοτεχνία, Ἀθήνα 1991, σελ. 128 κἑξ.

[6] Αλεξανδρος Μαλιν, Οἱ Ἐπιτάφιοι Λόγοι Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ ἐν σχέσει πρός τήν ἐθνικήν ρητορείαν, Ἀθῆναι 1929, σελ. 21.

[7] Προτρεπτικός λόγος εἰς μαρτύριον, PG 11, 580 B.

[8] «Αἱ ψυχαί τῶν πεπελεκισμένων ἕνεκεν τῆς μαρτυρίας τοῦ Ἰησοῦ, μή μάτην τῷ ἐν οὐρανοῖς θυσιαστηρίῳ παρεδρεύουσαι, διακονοῦσι τοῖς εὐχομένοις ἄφεσιν ἁμαρτημάτων». Ἔνθ’ ἀν. PG 11, 601 A-B.

[9] PG  46, 736A.

[10] Βλ. ἐπί παραδείγματι τόν Λόγον εις ΜάρτυραςPG 52,663: «Τιμή γάρ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος». Πρβλ. Εἰς τόν μάρτυρα Λουκιανόν, PG 50, 522. 

[11] Βλ.Ι. Φειδα, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α’, σελ. 272-273.

[12] Περί μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Πολυκάρπου, PG 5, 1027- 1046. 

[13] βλ.  Στ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία Α’, σελ. 223.

[14] βλ. ἔνθ’ ἀν.

[15] Σ’ αὐτά συγκαταλέγονται Οἱ Πράξεις τοῦ ἁγίου Ἰουστίνου καί τῶν σύν αὐτῷ, οἱ Πράξεις Μαρτύρων Ἀφρικῆς καί οἱ Ἀνθυπατικές Πράξεις τοῦ Κυπριανοῦ.

[16] Σ’ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνήκουν τό Μαρτύριον Πολυκάρπου (152), Ἐπιστολή τῶν Ἐκκλησιῶν Βιέννης καί Λουγδούνου (177-178), Μαρτύριον τοῦ Ἀπολλωνίου (180-185), Μαρτύριο Περπετούας καί Φιλικιτάτης (202).

[17] ΒΕΠΕΣ 33. PG 26, 835-976.

[18] D. Brakke, ‘Athanasius of Alexandria, Life of S. Antony of Egypt’, in Medieval Hagiography: An anthology, ed. T. Head (New York- London 2001), σελ. 1-30.

[19] Martin Hinterberger, «The Byzantine Hagiographer and his text», Byzantine Hagiography, Vol. II. Genres and Context, ed. The Ashgate Research Companion, Dorchester 2014, σελ. 218. 

[20] Λόγος ΚΑ΄, 5. PG 35, 1088 A.

[21] F. Halkin, S. Pachomi Vitae Graece, Subsidia Hagiographica 19, Bruxelles 1932. 

[22]  PG 31, 489- 507.

[23] PG 31, 589- 600.

[24] PG 31, 237- 260.

[25] PG 31, 484- 488.

[26] PG 46 736-748.

[27] Ἐγκώμιον εἰς τόν ἅγιον Στέφανον τόν πρωτομάρτυρα. PG 46, 701- 734.

[28] Ἐγκώμιον εἰς τόν ὅσιον πατέρα ἡμῶν Ἐφραίμ τόν Σύρον καί βίος αὐτοῦ PG 46, 820- 850.

[29] PG 46, 893- 958.

[30] PG 46, 960-1000.

[31] Ἐπιτάφιος εἰς τόν πατέρα, παρόντος Βασιλείου, PG 35, 985- 1042.

[32] Εἰς Καισάριον τόν ἑαυτοῦ ἀδελφόν ἐπιτάφιος, περιόντων ἔτι τῶν γονέωνPG 35, 756- 787.

[33] PG 35, 789-817.

[34] PG 36, 493- 605.

[35] PG 34, 995- 1260.

[36] C. Rapp, ‘Palladius, Lausus and the Historia Lausiaca’, in Novum Millenium. Essays in Honor of Paul Speck, ed. S. Takacs, C. Sode (Aldershot, 2001), σελ. 279-289.

[37] Δημ. Τσαμη, Ἀγιολογία, Θεσσαλονίκη 1985, ἐκδ. Πουρνάρα, σελ. 24. 

[38] Martin Hinterberger, ‘The Byzantine Hagiographer and his Text’, The Ashgate Research Companion to Byzantine Hagiography, ΙΙ: Genre and Contexts, ed. Stefanos Euthymiadis,  σ.211-246.  σελ. 218.

[39] PG 82, 1283-1522.

[40] «Τρία καί δέκα ἔτη συνοικήσασα τῷ ἐμῷ πατρί ἡ μήτηρ παίδων οὐκ ἐγένετο μήτηρ· στεριφή γάρ ἦν, φέρειν καρπόν ὑπό τῆς φύσεως εἰργομένη· καί τοῦτο τήν μέν οὐ λίαν ἠνία· τά γάρ θεῖα πεπαιδευμένη τοῦτο συμφέρον ἐπίστευεν· ἐλύπει δέ τόν πατέραν λίαν ἡ ἀπαιδία, καί πάντοτε περινοστῶν ἱκέτευε τούς θείους θεράποντας αἰτῆσαί οἱ παρά τοῦ Θεοῦ παῖδας. ...Πρός τούτῳ ἔφη, καί τόν υἱόν ὁ μεγαλόδωρος δώσει. Τοῖς γάρ εἰλικρινῶς αἰτοῦσι διπλάς τάς αἰτήσεις χαρίζεται». PG 82, 1409.

[41] PG 82, 1381 A.

[42] PG 82, 1468 C.

[43] PG 82, 1476 C.

[44] Ε. Schwartz, Kyrillos von Skythopolis, Leipzing 1939. Cyrille de Scythopolis (trad. A. J. Festugière), Les moines d’Orient, vol. III/1 : Les moines de Palestine, Paris 1962-1963, Éditions du Cerf. Πρβλ. J. Binns, Ascetics and Ambassadors of Christ. The monasteries of Palestinian Monasticism, DOS 32, Washington 1995.

[45] Κυριλλος ο Σκυθοπολιτης, Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καί ἀσκητικῶν, Θεσσαλονίκη 1987, ἐκδ. Βυζάντιο, Βίος τοῦ ἁγίου Σάββα, ΟΕ΄, σελ. 404.

[46] Ἔνθ’ ἀν. Βίος ἁγιου Ἰωάννου τοῦ Ἠσυχαστοῦ, Κ΄,  σελ. 481.

[47] Ἔνθ’ἀν., Βίος τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, Ξ΄ , σελ. 168.

[48] Ἔνθ’ ἀν. Βίος τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου, Α΄,  σελ. 21.

[49] J. Binns, Ascetics and Ambassadors of Christ- The monasteries of Palestine, 314- 631, ed. Oxford University Press, Oxford 1996, σελ. 38 κἑξ.

[50] J. Nasrallah, Saint Jean de Damas: Son époque, sa vie, son oeuvre, Harissa 1950, σ. 122.

[51] Gedaliahu G. Stroumsa, “Religious Contacts in Byzantine Palestine”, Numen 36, (1989), σσ. 16-42.

[52] Derek Krueger, “Writing as Devotion, Hagiographical Composition and the Cult of the Saint in Theodoret of Cyrrhus and Cyril of Scythopolis”, Church History 66 (1997), σ. 713.

[53] PG 87, 2852-3112. Γιά τό ἔργο βλ. τίς κάτωθι μελέτες: Χρηστου Π. Κ. , Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 20032, ἐκδ. Κυρομάνος, σελ. 343. Τσαμης Δ., Ἐκκλησιαστική Γραμματολογία, Θεσσαλονίκη 19924, ἐκδ. Πουρνάρας, σελ. 30

[54] Baynes M. H., «The ‘Pratum spirituale’», Orientalia Christiana Periodica 13 (1947), σελ. 404- 414.

[55] PG 87, 3677-3695.

[56] Επισκοπου Φαναρίου Αγαθαγγελου, Συναξαριστής Μαρτίου, ἐκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 2005, σελ. 98-99.

[57] Π. Τρεμπελα, Δογματική, ΙΙΙ, σελ. 102 κἑξ. Ιερ. Κοτσωνη, Τό ἐνθουσιαστικόν στοιχεῖον εἰς τήν Ἐκκλησίαν τῶν μαρτύρων, Ἀθῆναι 1952, σελ. 28. Πρβλ. Ὡς λέγει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος στόν Λόγο του πρός τόν μάρτυρα Ἰουλιανό «σήμερον αἵματι βαπτίζεται...καί μή θαυμάσητε, εἰ βάπτισμα τό μαρτύριον ἐκάλεσα·...ἁμαρτημάτων ἀνίρεσις καί ψυχῆς γίνεται καθαρμός θαυμαστός τις καί παράδοξος· καί ὥσπερ οἱ βαπτιζόμενοι τοῖς ὕδασιν, οὕτως οἱ μαρτυροῦντες τῷ ἰδίῳ λούονται αἵματι». Εἰς τόν ἅγιον Μάρτυρα Λουκιανόν 2. PG 50,522.

[58] «Πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου» (Μτθ. 10,32).

[59] J. H. Taylor, ‘St. Cyprian and the Reconciliation of Apostates’, TS 3 (1942), 27-42.

[60] Δημ. Γ. Τσαμης, Ἁγιολογία, Θεσσαλονίκη 1985, ἐκδ. Πουρνάρα, σελ. 57.

[61] Ἐγκώμιον εἰς ἅγ. Εὐστάθιον, PG 50,601.

[62] Εἰς τούς ἁγίους Τεσσαράκοντα μάρτυρες, PG 31, 508.